ποτινίσσομαι

ποτινίσσομαι
προς - νίσσομαι, ποτινίσσομαι: go or come in; εἴς τι, Il. 9.381†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποτινίσσομαι — Α (δωρ. τ.) προσνίσσομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + νίσσομαι] …   Dictionary of Greek

  • ποτινισόμενον — ποτινίσσομαι aor part mid masc acc sg (epic doric) ποτινίσσομαι aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric) ποτινίσσομαι fut part mid masc acc sg (epic doric) ποτινίσσομαι fut part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτινίσσεται — ποτινίσσομαι pres ind mp 3rd sg ποτινίσσομαι pres ind mp 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτινίσεται — ποτινίσσομαι fut ind mid 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσνισσομένους — ποτινίσσομαι pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτινισσομένα — ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual (epic doric) ποτινισσομένᾱ , ποτινίσσομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”